- αλισόκοφα
- ηκοφίνι μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα ασπρόρουχα για να περιχυθούν με αλισίβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλισά ή αλισία + κόφα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλισοκόφινο — το η αλισόκοφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισά ή αλισία + κοφίνι] … Dictionary of Greek